- οργιασμός
- ὀργιασμός, ὁ (Α) [οργιάζω]1. τελετή θρησκευτικών οργίων («οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί», Άλεξ.)2. μύηση σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀργιασμοῖς — ὀργιασμός celebrating of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμοί — ὀργιασμός celebrating of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμοῦ — ὀργιασμός celebrating of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμούς — ὀργιασμός celebrating of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμῶν — ὀργιασμός celebrating of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμῷ — ὀργιασμός celebrating of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)